- δεκατεύω
- (AM δεκατεύω) [δεκάτη]1. παίρνω ως φόρο το ένα δέκατο τής παραγωγής ή άλλων αγαθών2. υποχρεώνω κάποιον να καταβάλει «τὴν δεκάτην»αρχ.1. προσφέρω σε θεότητα το ένα δέκατο τών γεωργικών προϊόντων («δεκατεύων τὰ ἐκ τοῡ ἀγροῡ ὡραῑα θυσίαν ἐποίει τῇ θεῷ» — ξεχωρίζοντας το ένα δέκατο τής παραγωγής του πρόσφερε θυσία στη θεά)2. είμαι δεκατευτής, εισπράττω «τὴν δεκάτη»3. χωρίζω στρατιώτες σε δέκα τμήματα4. χωρίζω στρατιώτες σε δεκάδες και εκτελώ τον τελευταίο κάθε δεκάδας5. αρκτεύω6. (για άστρα) βρίσκομαι ψηλότερα από κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.